ἐξαραιόω
fisiol. quitar densidad a un líquido, rarificar
τὰ μαλάγματα ... λεπτῦναι ἢ ἐξαραιῶσαι ἢ οὔρησιν τρέψαιAret.CA 2.6.4, cf. Aët.12.49, en v. pas.
ὅταν ... τὸ δὲ λεπτομερὲς ἐξαραιωθῇref. a la humedad, Chrysipp.Stoic.2.180
•en v. med. perder densidad, enrarecerse
αἱ δὲ σηπόμεναι σάρκες οὐδὲν ἄλλο πάσχουσιν ἢ ... ἐξαραιοῦνται καὶ ῥέουσινPlu.2.659b.