< ἐξαπτέον
ἑξάπτερος >
ἐξαπτέος
,
-α, -ον
dud.
que debe ser destruido
o
erradicado
ἥτις (διχόνοια) ... ἐξαπτέα ἐστίν
Leo.Mag.
Ep
. en
ACO
2.1.2 (p.47.10).