< ἑξαπτέρυγος
ἑξάπτυχος >
ἐξαπτικός
,
-ή, -όν
que enciende
,
que inflama
ὕλη ἐξαπτικὴ τοῦ φωτὸς τῆς γνώσεως
Cyr.Al.M.77.1252C.