< ἐξαποφαίνω
ἐξαποχέω >
ἐξαποφθείρω
destruir por completo
,
aniquilar
ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον
A.
Pers
.464,
μόνη γὰρ αὐτὸν ... ἐξαποφθερῶ
S.
Tr
.713.