ἐξαπλόω
I tr., en v. act.
1 desplegar, abrir completamente
οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσεdesplegó el cielo como una piel de animal Luc.Philopatr.17,
τὴν χεῖρα ... ἐξαπλώσαςS.E.M.2.7, en v. pas.
(συρίγγια) ἐξαπλωθέντα ... θεραπεύεται ὡς ἕλκηHeliod. en Orib.44.20.50.
2 fig. explicar, desarrollar
τὰς ... διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους ... ἐξαπλοῖ λέξειςde la lóg., Ph.1.302, cf. Eust.748.5,
ἐξαπλώσω πάσας τὰς πράξεις θεῷPh.1.95,
ἐξαπλώσαντες συμμέτρως τὸ δοκοῦν τῷ ΠρωταγόρᾳS.E.P.1.217,
ἱστορίαν τε πολλὴν ἐξαπλοῖref. a Clemente Alejandrino, Eus.HE 6.13.5, en v. pas.
τὸ δ' ἐξαπλωθέν op. τὸ ὑπονοούμενονDemetr.Eloc.254,
ὥστε ἐξαπλούμενον γίνεσθαι τὸν ὅρονS.E.M.7.233
•simplificar
ὅταν πᾶσαν ἡμῶν τὴν ἔννοιαν ἐξαπλώσωμεν εἰς τὰ πάνταcuando simplificamos todo nuestro pensamiento para concebir el todo Dam.Pr.1.
II intr., en v. med.-pas.
1 extenderse, propagarse c. giro prep.
βλάστησις αὐτῆς (ἀμπέλου) ... ἐν τῷ ὕψει ἐξηπλώθηA.Thom.A 146,
ἐφ' ἅπαν ἐξαπλωθῆναι τὸ σῶμαde la fiebre, Alex.Aphr.Febr.2.2,
τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησίαν καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης ἐξηπλωμένηνEus.DE 3.2 (p.107),
ἡ δὲ (ἀϊδιότης) ... ἐξαπλωθεῖσα κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασινProcl.Inst.55
•en óptica extenderse, diverger, esparcirse
op. συνάπτεινlos rayos de luz, Theo Al.Opt.Rec.144.17.
2 fig. quitarse la doblez, ser franco
τοῦ ... καρκίνου ... αὐτὸν (τὸν ὄφιν) παραινοῦντος ἐξαπλοῦσθαιAesop.211.1.