< ἐξαπεῖδον
ἑξαπέλεκυς >
ἐξαπελαύνω
alejar de
,
expulsar de
c. ac. y gen. separat.
οὐ γάρ σοι θέμις ἐστὶν δόμων μ' ἐμῶν ἐξαπελαύνε[ιν
IGChCycl
.15.3 (IV/V d.C.).