ἐξανάστημα, -ματος, τό
elevación, alzado plu. concr. quizá construcciones, edificios
οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματαEust.1719.39, fig.
τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματαAnon.Iud.6.386.
οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματαEust.1719.39, fig.
τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματαAnon.Iud.6.386.