ἐξανοίγω
1 abrir
τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγεινHp.Mul.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C,
τοῦτο (τὸ διάφραγμα)D.S.1.33,
τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέραGp.15.2.27, en v. pas.
εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγωνStr.16.1.10, cf. Diad.Perf.70,
ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδοςAth.Mech.36.9
•fig. destapar, poner en acción
ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφουdespliega las artimañas de Sísifo Ar.Ach.391.
2 en perf. med. estar abierto, estar despejado
οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαιlos lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes Ath.Med. en Orib.9.12.1.