ἐξανδραποδίζω
• Morfología: [fut. contr. -ιῶ Lib.Decl.13.1.41, Thdt.Qu.in Id.7 (p.293), Procop.Aed.4.1.34, pero -ίσω Thdt.M.81.1069B, med. jón. -ιεῦμαι Hdt.6.9]
1 c. ac. de ciu. y pers. esclavizar
ἈθήναςHdt.6.94,
πόλειςI.AI 14.275, cf. X.HG 2.1.15, en v. pas.
ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ ἐξανδραποδιεῦνταιHdt.6.9,
Τῆνος ... ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐξηνδραποδίσθηD.50.4, cf. Isoc.14.32,
πόλιν ... ἐξανδραποδισθεῖσανIOropos 307.21 (II a.C.)
•en v. med. mismo sent.
ἐξανδραποιούμενοι τοὺς ΤεγεήταςHdt.1.66,
τύραννοι ... πόλεις χρημάτων ἕνεκα ἐξανδραποδίζονταιX.Smp.4.36, cf. Plb.9.39.2, Polyaen.5.15.1,
Ἀμισὸν ... ἐξηνδραπόδιστοApp.BC 2.91
•fig. hacer esclavo, someter
Ἄρειος ... ἐξηνδραπόδιζεν ὅσους ἴσχυενThdt.HE 1.2.11,
ψυχάςThdt.Qu.in Id.7 (p.293)
•en v. med. mismo sent.
δαίμονες πονηροὶ τὰς ψυχὰς ... ἐξηνδραποδίζοντοEus.Is.61.8, c. dat. instrum.
πᾶν τὸ θνητὸν γένος μηχαναῖς πολυθέου κακίας ἐξηνδραποδίζοντοEus.LC 7 (p.212).
2 c. ac. de cosa, en v. med. confiscar, apoderarse de
τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίουςconfiscó la propiedad de los que habían muerto Plb.32.5.11.