ἐξανδραποδισμός, -οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización
ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκανPlb.6.49.1, c. gen. obj.
ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς ἉκαρνανίαςPlb.9.34.7, cf. 11.5.1,
πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαιPlb.11.19a.1, cf. 15.23.3,
γυναικῶν καὶ παίδωνBasil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat.
depeculatio, Gloss.2.43.