ἐξανασπάω
arrancar, extirpar c. gen. o ἐκ y gen.
τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶνHdt.5.85,
πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρωνE.Ph.1132,
(ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονόςE.Ba.1110.
τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶνHdt.5.85,
πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρωνE.Ph.1132,
(ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονόςE.Ba.1110.