ἐξαναπληρόω
1 tr. completar
ταῦτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῦνD.51.6, cf. Is.Fr.Phot.13, en v. pas.
ἐξαναπληροῦται ἐκείνη ἡ χώρτη ἐκ τῆς ἡμῶν χώρτη[ςBGU 2492.17 (II d.C.).
2 intr. en v. med., de la corteza del árbol regenerarse
ἐξαναπληροῦται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσινThphr.HP 3.17.1.