< ἐξᾰνᾱλίσκω
ἐξαναλόγου >
ἐξαναλογία
,
-ας, ἡ
mat.
progresión
ἐκ τῆς καθ' ὁμαλὴν παραύξησιν ἐξαναλογίας καταλαμβάνονται
Theo Al.
in Ptol
.704.16.