< ἐξανακολυμβάω
ἐξανακτίζω >
ἐξανακρούομαι
náut.
ciar
,
remar hacia atrás
οἱ βάρβαροι ἐξανακρουσάμενοι καὶ ἀναλαβόντες ἐκ τῆς νήσου
Hdt.6.115.