ἐξαναδύω
I intr., c. gen.
1 salir fuera gener. del agua, emerger
πολιῆς ἁλόςOd.4.405,
κύματοςOd.5.438,
βορβόρουAsius 1,
ἐχετλίουun pez, Nic.Th.825,
τῆς ἰλύοςThem.Or.20.240c, fig. de abstr.
γενέσεωςPl.R.525b,
ψυχὴ σώματος ἐξανέδυPlot.5.9.13, c. rég. prep.
ἀφ' ὕδατοςBatr.(a) 133, abs.
οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναιAristid.Or.25.22, cf. Plot.4.8.7, Orac.Sib.13.83.
2 en v. med. evitar, rehuir
ἀνδρὶ τολμητῇ πάσης ἐξαναδυομένῳ φανερᾶς μάχηςPlu.Sert.12.
II tr. escapar de
Ἀΐδεω μέγα δῶμ' ... ἐξαναδύςThgn.1124,
λόχον ἐξαναδύντεςOrác. en Paus.4.12.4.