ἐξαναγκάζω
• Morfología: [tes. pres. inf. ἐξξανακάδεν IG 9(2).257 (Tesalia V a.C.)]


1 forzar, obligar c. ac. de pers. e inf. concert. ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν S.El.620, ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ' ἐξηνάγκασα E.Or.1665, cf. X.Eq.Mag.1.25, ὅπως ... ἐξαναγκάσειαν τοὺς Ἀθηναίους ... ἀνάγεσθαι Th.8.95, cf. Luc.Astr.24, c. el inf. impl. τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάσει στόμα S.OC 603, c. or. subord. ἐξαναγκάσω ... ὥ[σ]τ' εἰσακοῦσαι S.Fr.314.218
abs. imponer la obligación de actuar de determinada manera αἴ τις ταῦτα παρβαίνοι, τὸν ταγὸν ... ἐξξανακάδν IG l.c., εἰ τὸ θάκημ' ἐξαναγκάζει S.OC 1179, ὁ δ' ἐχθρὸς εὐθὺς ἐξηνάγκασεν Ar.Au.377, cf. Isoc.6.80, en v. pas. ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος Hdt.2.3.

2 sent. fís. hacer fuerza para sacar, forzar hacia fuera ἐξαναγκάζειν ... τοῖσι δακτύλοισι τὴν ἕδρην ἔξω Hp.Haem.2, abs. χρῆσθαι τοῖσιν ἱδρωτικοῖσιν ...· ἐξαναγκάζουσι γάρ utilizar los medicamentos sudoríficos, pues fuerzan (el brote del sudor), Hp.Vict.3.72, en v. pas. ἐξαναγκαζομένου τοῦ ἀρχοῦ Hp.Haem.2
fig. c. ac. abstr. echar a la fuerza, expulsar c. dat. instrum. τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν X.Mem.2.1.16.