ἐξαλείπτης, -ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐξαλίπτης Hp. en Gal.19.98


1 el que unta o unge Hp.l.c.

2 fig. destructor σὺ εἶ ... ὁ τὴν ὁδὸν ὑποδεικνύων τῆς ἀληθείας, διῶκτα τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης ἐξαλειπτά (sic) ref. a Cristo A.Thom.A 80.