< ἐξαιτητέον
ἔξαιτος >
ἐξαιτιολογέω
averiguar
,
indagar la causa de
τὸ ὅθεν ... ὁ φόβος ἐγίνετο ἐξαιτιολογήσομεν ὀρθῶς καὶ ἀπολύσομεν
Epicur.
Ep
.[2] 82.