ἐξαιματίζω
1 sacar sangre de, sangrar
μηδέποτε ... τὰς κατὰ νεῦρα φλέβας ἐξαιματίσῃςHippiatr.1.7, cf. 9.2.
2 desangrar, sacar la sangre a
ἐξ]αιμάτ[ι]σον τὴν δ(εῖνα)mág. en POxy.4468.re.1.6.
μηδέποτε ... τὰς κατὰ νεῦρα φλέβας ἐξαιματίσῃςHippiatr.1.7, cf. 9.2.
ἐξ]αιμάτ[ι]σον τὴν δ(εῖνα)mág. en POxy.4468.re.1.6.