ἐξαιθριάζω
dejar, exponer al aire libre, al sereno medic., farm.
λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαιHp.Int.35, cf. Nat.Mul.15,
περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζεDsc.5.16, cf. 2.30, 134,
ὕδωρGal.17(2).158,
ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξαςGp.4.15.13,
ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅Hippiatr.Lugd.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas.
ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένωνHp.Epid.2.3.1, cf. Com.Adesp.1056.20,
δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθένDsc.2.49.2, para conseguir agua fresca
(ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαιςProtagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.