ἐξαθυμέω
perder completamente el ánimo, perder el valor
ἐξαθυμήσαντες ... καθ' ἑαυτὸν ἕκαστος ἐπορίζετο τὴν σωτηρίανPlb.11.17.6
•desanimarse
ἐξαθυμοῦντες καὶ καταφρονοῦντες ἑαυτῶνPlu.2.1104f, cf. 62d, 168f,
παντάπασινPlu.Cic.6, cf. PSI 418.25 (III a.C.).