ἐξαθερίζω


1 menospreciar profundamente δῶρα Eust.1046.58, cf. 590.39, en v. pas. ὅσα ἑξαθερίζοιτο τοῖς φιλοκάλοις Eust.Pind.38.4.

2 ignorar, hacer caso omiso ἐξαθερίζει τὴν τοιαύτην λέξιν ἡ πεζογραφία Eust.1225.58.