< [ἐξ]αδελφιδῆ
ἐξάδελφος >
ἐξαδελφιδοῦς
,
-οῦ, ὁ
sobrino nieto
τῆς κρατίστης ἀρχηίδος ἐξαδελφιδοῦν
SEG
22.482.10 (Delfos III d.C.).