ἐξαγωνίζομαι
1 intr. combatir, luchar hasta el final
τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε;E.HF 155,
περὶ τοῦ τροπαίουD.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre
τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστειEuthal.Epp.Paul.M.85.700A.
τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε;E.HF 155,
περὶ τοῦ τροπαίουD.S.13.73 (cód.).
τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστειEuthal.Epp.Paul.M.85.700A.