< ἐνωραΐζομαι
ἔνωρος >
ἐνώριος
,
-ον
evidente
,
obvio
πάντα ἐνώρια τοῖς συνιοῦσι
(var. antigua de ἐνώπιος en LXX
Pr
.8.9) Cyr.Al.
Dial.Trin
.5.571a.