ἐνίζω
• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. ἐνεείσατο A.R.4.188]
I tr.
1 sentar en c. dat.
πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρηνA.R.l.c.
2 habitar, residir en
σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσανE.Hel.1108.
II intr.
1 instalarse, asentarse, posarse en en v. act. o med., c. dat.
ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃdel hombro dislocado, Hp.Art.4,
ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει ἜρωςPl.Smp.196b,
τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρίOpp.H.3.155, cf. 2.243,
τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ)Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep.
τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρηνAret.CA 1.4.13
•fig.
οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειανCyr.Al.M.70.465A.
2 en perf. estar adherido c. dat.
τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκόταGal.2.691,
ἡ ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκουGal. en Orib.7.23.40.
3 medic. tomar baños de asiento en v. med.
χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσιHp.Mul.1.68,
ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶνAret.CA 2.8.4.