ἐνέρπω
meterse reptando
τοῖς θάμνοιςAst.Am.Hom.6.3.3
•fig. introducirse subrepticiamente
βέλει κατὰ πτέρναν ... ἐνέρποντος τοῦ θανάτουen Aquiles Hom.Clem.6.14.4.
τοῖς θάμνοιςAst.Am.Hom.6.3.3
βέλει κατὰ πτέρναν ... ἐνέρποντος τοῦ θανάτουen Aquiles Hom.Clem.6.14.4.