< ἐνεγγυάω
ἐνεγείρω >
ἐνέγγυον
,
-ου, τό
seguridad
,
prueba
,
garantía
πολλὰ γὰρ ἐνέγγυα τῆς οἰκείας δυνάμεως δεδωκώς
Thdt.M.80.1496D.