< ἐναρτάω
ἐναρχή >
ἐνάρτησις
,
-εως, ἡ
suspensión
,
instalación
de una cabria o grúa
μηχανῆς δικώλου ... πρὸς τὴν ἄρσιν τῶν [σ]φονδύλων
Didyma
39.44 (II/I a.C.).