ἐνάρεστος, -ον
de buen carácter, complaciente de pers.
οἱ ἥμεροι καὶ ἐνάρεστοι (μαθηταί)Cat.1Ep.Ti.3,
(οἰκέται)Cat.Ep.Philem.p.102.5, cf. An.Ox.4.299.
οἱ ἥμεροι καὶ ἐνάρεστοι (μαθηταί)Cat.1Ep.Ti.3,
(οἰκέται)Cat.Ep.Philem.p.102.5, cf. An.Ox.4.299.