ἐνάργυρος, -ον
1 bañado en plata, plateado
ἄλλαι (φιάλαι) ἐνάργυροιPs.Callisth.94.14.
2 que contiene oro, argentífero
ἡ ἐκ τῶν ἐναργύρων μετάλλων γῆHsch.s.u. ἀργυρίτης.
ἄλλαι (φιάλαι) ἐνάργυροιPs.Callisth.94.14.
ἡ ἐκ τῶν ἐναργύρων μετάλλων γῆHsch.s.u. ἀργυρίτης.