< ἐνωπᾰδίς
ἐνωπᾰδόν >
ἐνωπᾰδίως
• Alolema(s):
-πιδίως
según Hdn.Gr.2.507
adv.
de frente
,
cara a cara
ἄλλοτε μέν μιν ἐ. ἐσίδεσκεν
Od
.23.94.