< ἐνφανον·
ἐνχ- >
ἐνφέρνιος
,
-ον
lat.
infernus
,
infernal
ἐξορκίζω ὑμᾶς ... κατὰ τῶν ἁγίων ἐνφερνίων (
sc
. ὀνομάτων) ὑμῶν
TDA
155.b.3 (Roma IV/V d.C.).