ἐνυφάσματα, -ων, τά
1 bordados, adornos entretejidos
ἐσθῆτες ... χρυσοῖς ἐνυφάσμασι πεποικιλμέναιD.S.17.70,
στρωμνὴ ... ἐνυφάσματα ἔχουσα ζῴωνAntyll. en Orib.9.14.7.
2 tejido, cosa entretejida Tim.Lex.s.u. ἐγκύρτια.
ἐσθῆτες ... χρυσοῖς ἐνυφάσμασι πεποικιλμέναιD.S.17.70,
στρωμνὴ ... ἐνυφάσματα ἔχουσα ζῴωνAntyll. en Orib.9.14.7.