ἐνυπόκειμαι
subyacer, estar en la base o ser el fundamento gener. c. dat.
ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανέςAristombrotus Pyth.Hell.54,
τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινταιSophon.in de An.72.31, cf. Hierocl.in CA 11.4.