< ἐνυπογραφή
ἐνυποδέχομαι >
ἐνυπόγραφος
,
-ον
admin., de documentos
suscrito
,
rubricado
ἐπιστολή
PApoll
.46.9 (biz.), cf.
SB
12869.5 (VI d.C.),
ὁμολογία
PFlor
.323.9 (VI d.C.).