< ἐνυπομάζιος
ἐνυπομυχεύω >
ἐνυπομένω
permanecer
,
quedarse
τοὺς πλωτῆρας ἐνυπομεῖναι τῇ νηῒ διηνεκῶς
Ephr.Syr.1.276B, cf. Eus.M.23.664C.