< ἐνυπνιοκρίτης
ἐνύπνιος >
ἐνυπνιομάντις
,
-εως, ἡ
intérprete de sueños
quizá var. antigua de ἡ ἐν ὕπνῳ μάντις (Semus 4), Hsch.s.u.
Βριζώ
.