< ἐνυπάλλαγμα
ἐνύπαρκτος >
ἐνυπαρκτικός
,
-ον
inherente
τὸ ἐπὶ μέρους ἐ[ν]υπαρκ[τ]ικόν
lo que es inherente a cada caso particular
Phld.
Sign
.25.27.