ἐνυγραίνω
humedecer frec. medic.
ἐὰν δὲ ξηρὸν γένηται τὸ σπογγίον ... ἐνύγραινεGal.12.692 abs.
τὰ ἐνυγραίνοντα (sc. φάρμακα)fármacos humectantes Alex.Trall.2.263.27,
ψύχοντές τε καὶ ἐνυγραίνοντεςcomo terapia para las fiebres, Steph.in Gal.Glauc.101, en v. pas.
βύρσα ... εἰ μὴ ἐν ὑδρελαίῳ ἐνυγρανθείηAlex.Aphr.Pr.3.22.5, cf. 3.5.3,
ὑπὸ τοῦ ὕδατος ... ἐνυγραίνεταιla tierra, Phlp.in GC 231.12, fig.
τὸ πῦρ ἐνυγραίνοντεςChrys.M.50.700.