ἐνυβρίζω
• Morfología: [fut. contr. ἐνυβριῶ Ar.Th.719; aor. subj. 2a pers. sg. ἐνυβρίξῃς ICr.2.5.49 (Axo I a.C.)]
I
τὸ σὸν φράσον αὖθις πάλιν μοι πρᾶγμ' ὅτῳ σ' ἐνύβρισανS.Ph.342,
τοὺς ἀμυήτουςHippol.Haer.5.8.1, c. ac. de cosas y abstr.
μή μου ἐνυβρίξῃς ἁγνὸν τάφονICr.l.c.,
τὰ ἔργαAP 9.79 (Leon.Alex.),
τὸ πνεῦμα τῆς χάριτοςEp.Hebr.10.29, c. ac. int.
ὅσα ἐνύβριζονD.S.34/35.2.12, en v. pas.
πολλάκις ἐνυβριζόμενοςAth.544c,
ἡ ψυχὴ ... ἐν πορνείᾳ καὶ ἀκαθαρσίᾳ ... ἐνυβρισθεῖσαMac.Aeg.Serm.C 25.5.
2 medic. tratar, cuidar mal en v. pas.
ἐνυβριζόμενα τὰ ἕλκηSor.2.20.22.
3 afear
τὸ πρόσωπονHld.6.11.3.
II intr. ser insolente, actuar con insolencia, con soberbia c. ac. de rel.
ἀλλ' οὐ μὰ τὼ θεὼ ... χαίρων ἴσως ἐνυβριεῖς λόγους τε λέξεις ἀνοσίουςAr.Th.719, cf. Phil.Thm.Ep.4, c. giro prep.
ἐν τοῖς ἐμοῖς γὰρ οὐκ ἐνύβρισας κακοῖςhabla Electra, E.El.68,
ὅταν εἰς τὰς ἀλλοτρίας μὴ ἐνυβρίζῃ γυναῖκαςAch.Tat.6.12.5, cf. I.AI 1.47, c. dat. de pers.
ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζεse insolentaba con las mujeres que no le obedecían inmediatamente Plb.10.26.3, cf. 15.22.4,
τοῖς συνοῦσιLuc.Merc.Cond.35, cf. Tyr.5, POxy.237.6.17 (II d.C.), Ph.2.369, A.Andr.Gr.3.13, c. dat. de abstr.
ἐνυβρίζοντα τῇ τύχῃPlu.Ant.20,
τοῖς τῆς φύσεως νόμοιςPhalar.Ep.102.