< ἐνύβρισμα
ἐνύβριστος >
ἐνυβρισμός
,
-οῦ, ὁ
insulto
,
injuria
,
ultraje
c. gen. subjet.
οἱ ἐνυβρισμοὶ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας
Mac.Aeg.
Serm
.B 63.3.4.