< ἐντυχαλός·
ἐντυχία >
ἐντύχημα
,
-ματος, τό
encuentro
ἀληθὲς ἐ.
Him.32.5,
τὸ πρὸς τὴν μητέρα ἐ.
Sch.Er.
Il
.1.349c.