< ἐντονία
ἔντονος >
ἐντόνιον
,
-ου, τό
mec.
tensor
para las cuerdas de una catapulta
εὖ μάλα διεκτείνειν τὸν τόνον διὰ τοῦ καλουμένου ἐντονίου
Hero
Bel
.99.1, cf. 107.1, Ph.
Bel
.57.46, 61.12.