ἐντίναγμα, -ματος, τό
1 sacudida, temblor junto a πόνος, ῥάπισμα, σκίασμα, etc., Serap.Euch.17,
πυρὸς ... αἰθύσσοντος ἐντινάγμασι πολλοῖςGr.Naz.M.37.814A, cf. LXX Si.22.13 (cód.).
2 tormenta, aguacero
ἐ. χαλάζηςtormenta de granizo Al.Is.28.2,
ἀποκρυφὴ ἐντινάγματοςAq.Is.32.2.
3 lanzamiento
βελῶνEust.1818.39, cf. Sch.Od.17.231.