< ἐντυχία
Ἐντυχῖται >
ἐντυχικά
,
-ῶν, τά
peticiones
παραιτεῖσθαι δὲ τὰ ἐντυχικὰ οὔσης (Σελήνης) ἐν Λέοντι
Heph.Astr.3.20.1.