ἐντυπόω


I 1grabar, imprimir c. ac. de lo grabado y dat. del lugar o constr. prep. τῷ νομίσματι τῶν Ῥηγίνων ἐνετύπωσεν ἀπήνην καὶ λαγών Arist.Fr.568, ἐς τὰ νομίσματα ... εἰκόνα D.C.47.25.3, πράγματος ἄγαλμα ἐντυπώσαντες ἐν τοῖς ἱεροῖς de los ideogramas egipcios, Plot.5.8.6, cf. AP 16.282 (Pall.), en v. pas. τῷ ποτηρίῳ ἐντετυπῶσθαι τὰς Πλειάδας Ath.492d, λόγχη δὲ λέγεται περὶ τὴν Βοιωτίαν τοῖς Σπαρτοῖς ἐντυπωθῆναι como emblema distintivo de los Pelópidas, Iul.Or.3.81d, cf. Ach.Tat.2.3.2, Alex.Aphr.Febr.19.3, Philostr.VA 3.13
en v. med. mismo sent. Φείδιαν ... ἐν μέσῃ τῇ ταύτης ἀσπίδι τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον ἐντυπώσασθαι Arist.Mu.399b35
hacer señal, marcar τὴν σωτήριον ἐντυπώσας σφραγῖδα marcando el signo de salvación (e.d. la cruz) en el agua, Thdt.H.Rel.13.9
usos fig. τὸ σχῆμα τῇ ψυχῇ ἐντετύπωκεν ὁ θεὸς νομίσματος δοκίμου τρόπον Ph.1.106, cf. Iul.Mis.351c, ὁ δὲ ποιητὴς ... ἐνετύπωσε τῇ λέξει τοῦ κινδύνου τὸ ἰδίωμα el poeta imprimió en la palabra el carácter especial del peligro Longin.10.6, cf. Porph.Marc.26, en v. pas. ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη λίθοις 2Ep.Cor.3.7, ἐντετυπωμένη ... τῇ ἑαυτοῦ καρδίᾳ (ἡ αλήθεια) Basil.M.29.256D, cf. Meth.Symp.240
en v. med. mismo sent. τὸ σωματικὸν χαρακτῆρα ταῖς μνήμαις ἡμῶν ἐντυπωσάμενοι Basil.Ep.197.1, μαθήματα ... ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐνετυποῦτο de Dios, Gr.Thaum.Pan.Or.8.21.

2 c. ac. de pers. y dat. de abstr. formar en παῖδας ... τοῖς ἤθεσιν ... ἐντυποῦσι los padres, I.BI 2.120.

II tema de perf. en v. med.-pas.

1 estar engastado en, inserto en c. ἐπί y dat. ἐφ' ᾗ (τράπεζα) κρυστάλλου λίθος ... ἐνετετύπωτο Aristeas 67, c. παρά y dat. λειχῆνες ἵππων -εἰσὶ δὲ τύλοι κατὰ περιγραφὴν ἐντετυπωμένοι παρὰ τοῖς γόνασι καὶ παρὰ ταῖς ὁπλαῖς- Dsc.2.43, fig., c. dat. ἐντετύπωται δ' ἀεὶ ταῖς τῶν δυνατῶν θύραις del filósofo enriquecido, Philostr.VA 8.7 (p.318).

2 medic. quedar moldeado, adaptado ἡ μὲν γαστήρ ... προμήκης ... καθ' ἃ δὲ περιβέβηκε τοῖς σπονδύλοις, ἐντετύπωται Gal.3.279, cf. Hippiatr.38.1.

III relig. marcar, e.d., nombrar part. perf. pas. subst. οἱ ἐντετυπωμένοι lat. praepositi, prepósitos de un monasterio, Basil.M.31.1313A, 1312C.