ἐντρῐβής, -ές


1 de pers. experimentado en, experto en c. dat. ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177, τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Pl.Lg.769b, c. compl. prep. περὶ τὴν χρείαν Isoc.15.187, εἰς μίμησιν τῷ παιδί ... ἤδη ἐντριβεστέρῳ Clem.Al.Strom.6.17.160, c. gen. πληγῶν Sch.Er.Il.11.559b
neutr. subst. τὸ ἐ. experiencia τὸ ἐν λόγοις ἐ. Cyr.Al.M.70.757D.

2 de cosas y abstr. usado, frecuentado ἐ. ὁδός camino trillado, muy usado App.Hann.4, Max.Tyr.6.2, cf. Cyr.Al.Luc.1.29.19
fig. usado, familiar, acostumbrado οὐκ ἔστιν ἡ πρώτη σύνταξις ἐντριβεστέρα χωρὶς ἄρθρων λεγομένη A.D.Synt.69.1, ῥῆμα Cyr.Al.Luc.2.117.27, ἡ τοῖς πατράσιν ἐ. ... εὐσεβεία Cyr.Al.M.71.40B, cf. 68.537.