ἐντρυγάω
• Grafía: graf. ἐντρυκ- PPrincet.39.7 (III d.C.)
agr. recolectar, almacenar lo vendimiado en
κόφινος πυκνός, εἰς ὃν ἐνετρύγωνMoer.α 115
•recolectar, cosechar
σικύριαPPrincet.l.c.
•fig.
τὰ θεῖα λόγια τῶν διδασκάλων ἐν τῷ καρτάλλῳ τῆς ἀκοῆς ἐντρυγήσαςChrys.M.61.739.