< ἐντροπίας
ἐντροπικός >
ἐντροπίη
,
-ης, ἡ
1
vergüenza
Hp.
Decent
.2.
2
plu.
mañas
,
arterías
δόλιαι ἐντροπίαι
de Hermes
h.Merc
.245.